- γαργαλιστικός
- [гаргалистикос] επ щекотливый.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, την όρεξη («φαΐ γαργαλιστικό») 2. ο δελεαστικός («προτάσεις γαργαλιστικές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαλίζω (πρβλ. μυρίζω μυριστικός)] … Dictionary of Greek
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί γαργάλισμα. 2. μτφ., ο δελεαστικός, ο προκλητικός: Το φαγητό είχε γαργαλιστική μυρωδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)